- Βόρρος
- Βόρρος s. Βοῦρρος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατάβορρος — κατάβορρος, ον (Α) αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ βορρος, υπο παρά βορρος] … Dictionary of Greek
υποπαράβορρος — ον, Α ο κάπως εκτεθειμένος στον Βορρά («δένδρα ὑποπαράβορρα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παρ(α) * + βορρος (< Βορρᾶς), πρβλ. κατά βορρος] … Dictionary of Greek
πρόσβορρος — ον, Α αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βορρος (< βορρᾶς] … Dictionary of Greek